τοιουτοψύχως

τοιουτοψύχως
Μ
επίρρ. με τέτοια ψυχή, με τέτοιον νου ή με τέτοια διάθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *τοιουτόψυχος (< τοιοῦτος + -ψυχος [< ψυχή], πρβλ. ὁμό-ψυχος) + επιρρμ. κατάλ -ως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”